γαμοστόλος

From LSJ
Revision as of 11:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰμοστόλος Medium diacritics: γαμοστόλος Low diacritics: γαμοστόλος Capitals: ΓΑΜΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: gamostólos Transliteration B: gamostolos Transliteration C: gamostolos Beta Code: gamosto/los

English (LSJ)

ον, A preparing a wedding, epithet of Hera and Aphrodite, Pisand. ap. Sch.E.Ph.1760, Epic.Alex.Adesp.9 iii 5, Orph.H.55.8, AP6.207 (Arch.); Ὑμέναιος ib. 7.188 (Ant. Thall.); νύξ Musae.282. 2 Astrol., name for the seventh house of the horoscope, Paul.Al.M.2.

Spanish (DGE)

(γᾰμοστόλος) -ον
que prepara el matrimonio o la unión amorosa νὺξ μὲν ἔην κείνοισι γ. Musae.282, ἅρμα γαμοστόλον Ἱπποδαμείης Nonn.D.11.275
astrol. que determina la boda τόπος de la séptima casilla del horóscopo, Paul.Al.59.7, Vett.Val.113.16, 114.9
epít. de diosas la que dispone el matrimonio o ampara la unión amorosa Ἥρα Pisand.Myth.10, γαμοστόλε μῆτερ Ἐρώτων de Afrodita, Orph.H.55.8, cf. Epic.Alex.Adesp.9.3.5, AP 6.207 (Arch.), Gloss.2.261, tb. de un dios Ὑμέναιος AP 7.188 (Thallus).

German (Pape)

[Seite 473] die Hochzeit bereitend, Aphrodite, Archi. 5 (VI, 207); Here, Pisander bei Schol. Eur. Phoen. 1748; νύξ Mus. 282; ὑμέναιος Ant. Thall. ep. (VII, 188); ἅρμα Nonn. D. 11, 275.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prépare les mariages (ép. d'Aphrodite, d'Héra, de la nuit).
Étymologie: γάμος, στέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαμοστόλος -ον γάμος, στέλλω die een bruiloft voorbereidt, van een godheid. AP 6.207.9.

Russian (Dvoretsky)

γᾰμοστόλος: устраивающий браки (эпитет Афродиты и Гименея) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

γαμοστόλος: -ον, ὁ ἑτοιμάζων τὰ διὰ τὸν γάμον, pronuba, ἐπίθ. τῆς Ἥρας καὶ Ἀφροδίτης, Πείσανδ. παρὰ Σχολ. Εὐρ. Φοιν. 1760, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 207.

Greek Monolingual

και γαμοστόλας, ο (AM γαμοστόλος, Μ και γαμοστόλας)
νεοελλ.
η γαμήλια πομπή
αρχ.-μσν.
αυτός που κάνει προετοιμασίες για τον γάμο
αρχ.
ο έβδομος οίκος του ωροσκοπίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάμος + -στόλος < στόλος < στέλλω.

Greek Monotonic

γᾰμοστόλος: -ον (στέλλω), αυτός που προετοιμάζει τον γάμο· Λατ. pronuba, επίθ. της Ήρας και της Αφροδίτης, σε Ανθ.

Middle Liddell

στέλλω
preparing a wedding, Lat. pronuba, epithet of Hera and Aphrodite, Anth.