κάνεον

From LSJ
Revision as of 20:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάνεον Medium diacritics: κάνεον Low diacritics: κάνεον Capitals: ΚΑΝΕΟΝ
Transliteration A: káneon Transliteration B: kaneon Transliteration C: kaneon Beta Code: ka/neon

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Ep. also κάνειον, Att. contr. κανοῦν IG12.313.136, 22.1414.20, al.; dual κανώ ib.12.280.10; pl. κανᾶ ib.22.1414.38:— basket of reed or basket of cane, esp. bread-basket, καλοῖς ἐν κανέοισιν Il.9.217; περικαλλέος ἐκ κανέοιο Od.17.343, cf. Hdt.1.119, etc.; Χάλκειον κάνεον Il.11.630; Χρύσεια κάνεια Od.10.355; esp. used for the sacred barley at sacrifices, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ 3.442; κανοῦν ἐνῆρκται E.El. 1142, cf. HF926, Aeschin.3.120, Men.Sam.7; τὸ κανοῦν ὀλὰς ἔχον Ar.Pax948, cf. Ach.244, al., Pherecr.137, etc.; carried in procession, Men.Epit.222; as a votive offering (perhaps a vessel of basket shape), IG11(2).161B34, al. (Delos, iii B.C.), 7.2424 (Thebes), CIG 2855.21 (Branchidae).

German (Pape)

[Seite 1320] τό, zsgzgn κανοῦν, eigtl. ein aus Rohr geflochtener Korb zum Brote, Il. 9, 217 Od. 17, 343, Ath. I, 13 d; von Gold Od. 10, 355, χρυσήλατον Eur. I. A. 1565; κεράμιον D. Hal. 2, 23; die zum Opfer gebrauchten Körbe, in denen die geweihte Gerste, die Kränze u. das Opfermesser lagen, Od. 3, 441, ἐκ κανοῦ ἑλὼν ὀρθὴν σφαγίδα Eur. El. 810; ἐξάρχου κανᾶ I. A. 435, wie κανοῦν ἐνῆρκται El. 1142; τὸ κανοῦν πάρεστ' ὀλὰς ἔχον Ar. Pax 921; vgl. Add. 1 (VI, 258); sie wurden auf den Köpfen von Jungseauen bei heiligen Festprocessionen getragen, Thue. 6. 56, vgl. κανηφόρος; Dem. 24, 186 τὸν εἰς ἱερὰ εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψόμενον; ἐξορκοῦν ἐι κανοῖς πρὸς τῷ βωμῷ 59, 78.

French (Bailly abrégé)

έου (τό) :
plur. εα;
1 corbeille en osier pour le pain;
2 corbeille pour les objets destinés à un sacrifice.
Étymologie: cf. κάννα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάνεον -έου, contr. κανοῦν -οῦ, τό, ep. κάνειον [κάννα] mand (gemaakt van riet).

Russian (Dvoretsky)

κάνεον: стяж. κανοῦν (ᾰ) τό
1) корзинка тростниковая (σῖτος ἐν κανέοισιν Hom.) или металлическая (χάλκειον, χρύσειον Hom.; χρυσήλατον Eur.);
2) жертвенная корзина Thuc., Dem.: κανοῦν ἐνῆρκται καὶ τεθηγμένη σφαγίς Eur. корзина готова, и нож наточен.

English (Autenrieth)

tray, basket, for bread and meat, and for sacrificial barley, Od. 1.147, Od. 17.343.

Greek Monolingual

κάνεον και επικ. τ. κάνειον και αττ. συνηρ. τ. κανοῦν, τὸ (Α) κάννα
1. είδος πλατιού και αβαθούς καλαθιού από πλεγμένα καλάμια, που το χρησιμοποιούσαν για να τοποθετούν το ψωμί ή, κατά τις θυσίες, τα στέφανα, τους ουλοχύτας και το μαχαίρι της θυσίας
2. καλάθι ή πιθ. αγγείο με σχήμα καλαθιού που προσφερόταν ως ανάθημα, ως αφιέρωμα σε θεό.

Greek Monotonic

κάνεον: [ᾰ], τό, Επικ. επίσης κάνειον, Αττ. κανοῦν (κάννα)· καλαμένιο καλάθι ή πανέρι, κάνιστρο για ψωμί, Λατ. canistrum, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης μεταλλικό, σε Όμηρ.· χρησιμοποιούνταν για το κριθάρι των σφαγίων στις θυσίες, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

κάνεον: ᾰ, τό, Ἐπικ. καὶ κάνειον, Ἀττ. συνῃρ. κανοῦν· (κάννα): -κάνιστρον ἐκ καλάμου πεπλεγμένον, πλεκτὸν κανίσκιον, ἰδίως δι’ ἄρτον, «πανέρι», Λατ. canistrum, σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζῃ καλοῖς ἐν κανέοισιν Ἰλ. Ι. 217· περικαλλέος ἐν κανέοιο Ὀδ. Ρ. 343, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 1.119· ἐκ χαλκοῦ πεποιημένον, χάλκειον κάνεον Ἰλ. Λ. 630· ἐκ χρυσοῦ, χρύσεια κάνεια Ὀδ. Κ. 355· ἐκ πηλοῦ ὀπτοῦ, κεράμιον Διον. Ἀλ. 2. 23: -ἐχρησίμευε πρὸς ἐναπόθεσιν εἰς αὐτὸ τῆς εἰς τὰ θύματα ἐπιρριπτομένης κριθῆς κατὰ τὴν ὥραν τῆς θυσίας, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ Ὀδ. Γ. 442· κανοῦν ἐνῆρκται Εὐρ. Ἠλ. 1142, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 926, Αἰσχίν. 70. 31· τὸ κανοῦν ὀλὰς ἔχον Ἀριστοφ. Εἰρ. 948, πρβλ. Ἀχ. 244, 253, Ὄρν. 850· προσφερόμενον ὡς ἀναθηματικὸν δῶρον, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570β. 3. 2855. 21.

Middle Liddell

κᾰ́νεον, ου, τό, κάννα
a basket of reed or cane, a bread-basket, Lat. canistrum, Hom., Hdt., attic; also made of metal, Hom.: —it was used for the sacred barley at sacrifices, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ Od.