μύραινα

From LSJ
Revision as of 14:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύραινα Medium diacritics: μύραινα Low diacritics: μύραινα Capitals: ΜΥΡΑΙΝΑ
Transliteration A: mýraina Transliteration B: myraina Transliteration C: myraina Beta Code: mu/raina

English (LSJ)

ἡ, (μῦρος) sea-eel or murry, Muraena helena, Epich.72, Sophr. 103, etc.: coupled with ἔχιδνα as a sea-serpent, A.Ch.1002, Ar.Ra.475; cf. σμύραινα [μῡ], Epich. l. c.]

German (Pape)

[Seite 218] ἡ, auch σμύραινα, die Muräne, ein schön gefleckter Meeraal, vgl. Ath. VII c. 90; – Aesch. Ch. 988 ueben ἔχιδνα; Ταρτησία μύραινα, Ar. Ran. 476, parodirt aus Eur., Schol. δαίμων φοβερά.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
murène, poisson.
Étymologie: DELG rien de définitif.

Russian (Dvoretsky)

μύραινα: ἡ зоол. мурена Aesch., Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μύραινα: ἡ, (μύρος) Λατ. muraena, θαλασσία ἔγχελυς, κοιν. «σμύρνα», θεωρουμένη ὡς ἔξοχον ἔδεσμα, Ἐπίχ. 53 Ahr., Ἀριστοφ. Βάτρ. 745· συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἔχιδνα ὡς θαλάσσιος ὄφις, Αἰσχύλ. Χο. 994, Ἀριστοφ. Βάτρ. 475· ὡσαύτως σμύραινα, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμαχίᾳ» 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 5., 5. 10, 3. Ἴδε σημ. Κοραῇ εἰς Ξενοκρ. σ. 50: [μῡ, Ἐπίχ. ἔνθ’ ἀνωτ.]

Greek Monolingual

η (Α μύραινα και σμύραινα)
ψάρι, είδος χελιού, αλλ. σμύρνα ή σμέρνα
νεοελλ.
ζωολ. γένος τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας μυραινίδες, στην οποία ανήκουν 80 περίπου είδη χελιών τών θερμών και τροπικών θαλάσσιων υδάτων και της οποίας τρία είδη απαντούν και στη Μεσόγειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μύραινα και σμύραινα ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα smr(u)- (που αντιπροσωπεύεται με φωνήεν -υ-, πρβλ. λ. μύλη, μύρμηξ) της ΙΕ ρίζας smer(u)- «πάχος, λίπος» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. smero, αρχ. ιρλδ. smiur «μυελός») και συνδέονται με: σμύρις «είδος ψαριού» και πιθ. μύρον. Η άποψη, τέλος, ότι η λ. συνδέεται με τον τ. μῦς προσκρούει τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τον τ. muraena].

Greek Monotonic

μύραινα: [ῡ], ἡ, Λατ. muraena, θαλάσσιο χέλι, σμέρνα, σε Αριστοφ.· θαλάσσιο ερπετό, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: kind of eel, murry (Sophr., A., Ar.).
Other forms: Epich. (υ); σμύραινα (Pl. Com., Mnesim., Arist.).
Derivatives: Beside it μῦρος (Dorio ap. Ath. 7, 312f), σμῦρος (Arist.) m. kind of sea-eel; cf. e.g. λύκαινα: λύκος; extensive treatment in Thompson Fishes s.vv.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No certain etymology. By Wood AmJPh 49, 172 connected with σμύρις emery-powder a.o. further connecting words for grease, fat, e.g. OHG smero, IE *smer(u)- (WP. 2, 690, Pok. 970f.), which would fit well to the fat eel; but then the Greek u remains unexplained. To be rejected Strömberg Fischnamen 110: to μῦς mouse because of its sharp biting; semantically not sufficiently based and also morphologically not convincing. - A clear Pre-Greek word; the suffix -αινα is well known (Fur. 171 n. 117), the prothetic σ- is also well known from Pre-Greek; names of fishes are often Pre-Greek.

Middle Liddell

μύ¯ραινα, ἡ,
Lat. muraena, a sea-eel, lamprey, Ar.; a sea-serpent, Aesch.

Frisk Etymology German

μύραινα: {múraina}
Forms: (Epich. [υ], Sophr., A., Ar. u.a.), σμύ̄ραινα (Pl. Kom., Mnesim., Arist. u.a.)
Grammar: f.
Meaning: eine Art Aal, Muräne.
Derivative: Daneben μῦρος (Dorio ap. Ath. 7, 312f), σμῦρος (Arist.) m. ‘Art Meeraal; vgl. z.B. λύκαινα: λύκος; ausführliche Behandlung bei Thompson Fishes s.vv.
Etymology: Ohne sichere Etymologie. Von Wood AmJPh 49, 172 zu σμύρις Schmirgel u.a. gezogen mit weiterem Anschluß an Wörter für Schmer, Fett, z.B. ahd. smero, idg. *smer(u)- (WP. 2, 690, Pok. 970f.), welch letzteres gut zu dem fetten Aal stimmt. Abzulehnen Strömberg Fischnamen 110: zu μῦς Maus wegen der scharfen Bisse; semantisch unzulänglich begründet und auch morphologisch wenig befrieigend.
Page 2,271

English (Woodhouse)

conger eel

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)