κοχλίον

From LSJ
Revision as of 13:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 dim. de κόχλος;
2 machine à épuisement pour vider la sentine d'un navire.
Étymologie: κόχλος.

Russian (Dvoretsky)

κοχλίον: (ῑ) τό Batr. v. l. = κοχλίας.

Greek (Liddell-Scott)

κοχλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόχλος, μικρὸς κοχλίας, Βατραχομ. 165 ἔνθα γεν. πληθ. κοχλῑ΄ων χάριν τοῦ μέτρου· ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον: κοχλιέων, ἐκ τοῦ κοχλίας.

Greek Monolingual

κοχλίον, τὸ (Α)
μικρό σαλιγκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ίον].

Greek Monotonic

κοχλίον: τό, υποκορ. του κόχλος, μικρό σαλιγκάρι, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

κοχλίον, ου, τό, [Dim. of κόχλος
a small snail, Batr.