κρουνοχυτρολήραιος

Revision as of 23:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

English (LSJ)

ὁ, pourer forth of washy twaddle, with collat.notion of water-drinker, Com.word in Ar.Eq.89.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
flux de paroles ; bavard insupportable.
Étymologie: κρουνός, χύτρα, λῆρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρουνοχυτρολήραιος -ου, ὁ [κρουνός, χύτρα, λῆρος] slappe-onzin-spuiter ( kom. epithet ).

Russian (Dvoretsky)

κρουνοχυτρολήραιος: ὁ ирон. водолей, пустослов Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κρουνοχυτρολήραιος: ὁ, κωμικ. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 89, ἀκρίτως ἐκχέων ἄφθονον καὶ μάταιον λῆρον, ἀνόητος, περιττολόγος, φλύαρος.

Greek Monolingual

κρουνοχυτρολήραιος, ὁ (Α)
αυτός που λέει πολλές ανοησίες, φαφλατάςκρουνοχυτρολήραιος ει», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο επ' ευκαιρία», πλασμένο στη γλώσσα της κωμωδίας (Αριστοφ.) < κρουνός + χύτρα + λῆρος «ανόητος, φαφλατάς» + επίθημα -αιος].

Greek Monotonic

κρουνοχυτρολήραιος: ὁ (κρουνός, χύτρα, ληρέω), αυτός που βγάζει από το στόμα ανούσιες φλυαρίες, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

κρουνο-χυτρο-λήραιος, ὁ, κρουνός, χύτρα, ληρέω
a pourer forth of washy twaddle, Ar.