νεκροβαρής

Revision as of 16:45, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

English (LSJ)

ές, laden with the dead, ἄκατος APl.4.273 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 237] ἄκατος, mit Todten belastet, Crinag. 16 (Plan. 273).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chargé d'un mort ou de morts.
Étymologie: νεκρός, βάρος.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροβᾰρής: -ές, φέρων βάρος, φορτίον νεκρῶν, ἄκατος Ἀνθ. Πλαν. 283.

Greek Monolingual

νεκροβαρής, -ές (Α)
(για πλοίο) αυτός που φέρει φορτίο νεκρών («νεκροβαρὴς ἄκατος», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισοβαρής, θυμοβαρής].

Greek Monotonic

νεκροβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που φέρει το βάρος των νεκρών, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεκρο-βᾰρής, ές βαρύς
laden with the dead, Anth.