κεκοσμημένως

Revision as of 10:45, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

Adv., (κοσμέω) modestly, Ael.NA2.11, Philostr. VA7.42, Jul.Mis.344d.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec mesure.
Étymologie: κεκοσμημένος, pf. Pass. de κοσμέω.

Greek (Liddell-Scott)

κεκοσμημένως: Ἐπίρρ. (κοσμέω) μετὰ κόσμου, τάξεως, κεκ. καὶ σωφρόνως Αἰλ. π. Ζ. 2. 11.

Greek Monolingual

κεκοσμημένως (Α)
επίρρ. κόσμια, με τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκοσμημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κοσμῶ «τακτοποιώ, κανονίζω»].