παραπλευστέος

From LSJ
Revision as of 17:11, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλευστέος Medium diacritics: παραπλευστέος Low diacritics: παραπλευστέος Capitals: ΠΑΡΑΠΛΕΥΣΤΕΟΣ
Transliteration A: parapleustéos Transliteration B: parapleusteos Transliteration C: paraplefsteos Beta Code: parapleuste/os

English (LSJ)

α, ον, that must be sailed past, Str.8.3.27.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de παραπλέω.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλευστέος: -α, -ον, ὃν δέον νὰ παραπλεύσῃ τις πλέων, Στράβ. 351.

Greek Monotonic

παραπλευστέος: -α, -ον, αυτός που πρέπει να πλεύσει δίπλα, σε Στράβ.

Middle Liddell

παραπλευστέος, η, ον,
that must be sailed past, Strab.

German (Pape)

Adj. verb. zu παραπλέω, wo man vorbeischiffen muß, Strab. 8.3.27