πολύσκαλμος

From LSJ
Revision as of 15:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσκαλμος Medium diacritics: πολύσκαλμος Low diacritics: πολύσκαλμος Capitals: ΠΟΛΥΣΚΑΛΜΟΣ
Transliteration A: polýskalmos Transliteration B: polyskalmos Transliteration C: polyskalmos Beta Code: polu/skalmos

English (LSJ)

ον, many-oared, AP7.295.

German (Pape)

[Seite 673] vielruderig, ναυτιλία, Leonid. Tar. 91 (VII, 295).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses rames.
Étymologie: πολύς, σκαλμός.

Russian (Dvoretsky)

πολύσκαλμος: многовесельный (ναυτιλία Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς σκαλμούς, πολύκωπος, Ἀνθ. Π. 7. 295.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά, πολύκωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σκαλμός.

Greek Monotonic

πολύσκαλμος: -ον, αυτός που έχει πολλά κουπιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολύσκαλμος, ον,
many-oared, Anth.