συναυλέω
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
(αὐλός) play on the flute at the same time, Luc.Dom.16, Ath.14.617b, Longus 2.35.
German (Pape)
[Seite 1005] mit od. zusammen auf der Flöte blasen; ἐπὶ τῷ τοὺς αὐλητὰς μὴ συναυλεῖν τοῖς χοροῖς, Ath. XIV, 617 a; Luc., de dom. 16.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
jouer de la flûte avec, accompagner avec la flûte, τινι.
Étymologie: σύν, αὐλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναυλέω [σύναυλος] meefluiten, tegelijk (met...) op de fluit spelen, met dat. met.
Russian (Dvoretsky)
συναυλέω: сопровождать игрой на свирели Luc.
Greek (Liddell-Scott)
συναυλέω: συνοδεύω ᾆσμα διὰ τοῦ αὐλοῦ, Λουκ. περὶ Οἴκ. 16, Ἀθήν. 617Β. ΙΙ. ᾄδω πρὸς αὐλόν, ἢ τονίζω διὰ τὸν αὐλόν, νόμους Χρον. Παρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 49.
Greek Monotonic
συναυλέω: μέλ. -ήσω, συνοδεύω με τον αυλό την εκτέλεση ενός τραγουδιού, σε Λουκ.