σύμπλεος

From LSJ
Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλεος Medium diacritics: σύμπλεος Low diacritics: σύμπλεος Capitals: ΣΥΜΠΛΕΟΣ
Transliteration A: sýmpleos Transliteration B: sympleos Transliteration C: sympleos Beta Code: su/mpleos

English (LSJ)

a, ον, quite full, τινος of a thing, Hp.Flat.3 cod.M; Att. σύμπλεως X.An.1.2.22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout plein de, gén..
Étymologie: σύν, πλέος.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλεος: -α, -ον, ὅλως πλήρης, τινος, ἔκ τινος πράγματος, ἅπαν τὸ μεταξὺ γῆς τε καὶ οὐρανοῦ πνεύματος σύμπλεόν ἐστι Ἱππ. 296. 35· Ἀττ. σύμπλεως Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22 (κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἀντὶ ἔμπλεως).

Greek Monolingual

-έα, -ον και αττ. τ. σύμπλεως, -ων, Α
ο εντελώς γεμάτος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. περίπλεος / -ως].

Greek Monotonic

σύμπλεος: Αττ. -πλεως, , -ον, εντελώς γεμάτος, πλήρης, σε Ξεν.

Middle Liddell

σύμ-πλεος, αττιξ -πλεωσος, η, ον
quite full, Xen.