φιλοτέχνημα

From LSJ
Revision as of 16:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτέχνημα Medium diacritics: φιλοτέχνημα Low diacritics: φιλοτέχνημα Capitals: ΦΙΛΟΤΕΧΝΗΜΑ
Transliteration A: philotéchnēma Transliteration B: philotechnēma Transliteration C: filotechnima Beta Code: filote/xnhma

English (LSJ)

ατος, τό, A chef-d' ceuvre, Cic.Att.13.40.1, Aristid.Or.44(17).13, Hld.5.18, Chor.35.35 p.399.3 F.-R. II ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φ. the cunningly devised trap, D.S.3.37.

German (Pape)

[Seite 1287] τό, künstliche, sorgfältige Arbeit, Kunstwerk; Cic. Att. 13, 40; Liban. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
œuvre d'art.
Étymologie: φιλοτεχνέω.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτέχνημα: ατος τό
1) искусное сооружение, западня Diod.;
2) произведение искусства (φ. illud, quod vidi in Parthenone Cic.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτέχνημα: τό, φιλοτέχνως κατεσκευασμένον τεχνούργημα, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 40, 1· ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φιλ., ἐκ τῆς ἐντέχνως παρασκευασθείσης παγίδος, Διόδ. 3. 37.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φιλοτεχνῶ
έργο κατασκευασμένο με φιλοτεχνία, καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα
αρχ.
έντεχνα στημένη παγίδα.