χαίτωμα

From LSJ
Revision as of 16:47, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαίτωμα Medium diacritics: χαίτωμα Low diacritics: χαίτωμα Capitals: ΧΑΙΤΩΜΑ
Transliteration A: chaítōma Transliteration B: chaitōma Transliteration C: chaitoma Beta Code: xai/twma

English (LSJ)

ατος, τό, plume, κράνους A.Th.385.

German (Pape)

[Seite 1326] τό, wie von χαιτόω, = χαίτη, τρεῖς κατασκίους λόφους σείει, κράνους χαίτωμα Aesch. Spt. 385.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
crinière d'un casque.
Étymologie: χαίτη.

Russian (Dvoretsky)

χαίτωμα: ατος τό султан (κράνους χ. Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

χαίτωμα: τὸ (ὡσεὶ ἐκ ῥήματος χαιτόω), λόφος, κράνους χαίτωμα Αἰσχύλ. Θήβ. 385.

Greek Monolingual

τὸ, Α
χαίτη, λοφίο περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαίτη + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλευρά: πλεύρωμα)].

Greek Monotonic

χαίτωμα: -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το χαιτόω), λοφίο, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χαίτωμα, ατος, τό, [as if from χαιτόω]
a plume, Aesch.

English (Woodhouse)

plume on a helmet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)