ἀλέασθαι
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
ἀλέασθε, v. ἀλέομαι. ἀλέατα, v. ἀλείατα.
Spanish (DGE)
v. ἀλεύω.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
inf. ao. épq. de ἀλέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλέασθαι ep. inf. aor. van ἀλέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀλέασθαι: эп. inf. к ἀλέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέασθαι: ἀλέασθε, τύποι Ἐπ. ἀόρ. α΄ τοῦ ἀλέομαι.
English (Autenrieth)
see ἀλέομαι.
Greek Monotonic
ἀλέασθαι: ἀλέασθε, Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του ἀλέομαι· ἀλέαιτο, γʹ ενικ. ευκτ.