ἀναρχία
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
ἡ, A lack of a leader, ἀναρχίης ἐούσης since there was no commander, Hdt.9.23; οὐκ ἐρεῖτ' ἀ. A.Supp.906. II lawlessness, anarchy, δημόθρους ἀναρχία Id.Ag.883, cf. Th.6.72; ἀναρχία καὶ ἀνομία Pl. R.575a; opp. ἐλευθερία, 560e; ἀναρχία καὶ ἀταξία Arist.Pol.1302b29; ἀναρχία δούλων καὶ γυναικῶν their independence, ib. 1319b28. III at Athens, a year during which there was no archon, X.HG2.3.1, Arist.Ath. 13.1. IV not holding office, Arr.Epict.3.20.17.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1falta de jefe οὐκ ἐρεῖτ' ἀναρχίαν no diréis que no hay jefe A.Supp.907, ἀναρχίης ἐούσης no habiendo jefe Hdt.9.23.
2 anarquía, desgobierno δημόθρους ἀναρχία A.A.883, ἀξύντακτος ἀ. Th.6.72, ἀναρχίᾳ καὶ ἀνομίᾳ Pl.R.575a, junto a ἀταξία Arist.Pol.1302b29, cf. A.Th.1030, E.Hec.607, Antipho Soph.B 61
•libertinaje πᾶς γὰρ ἄνθρωπος ἀναρχίας πλαρωθείς Hippod.p.13, ἀ. δούλων καὶ γυναικῶν Arist.Pol.1319b28
•medic. desarreglo fisiológico Gal.19.192.
3 año sin arcontado en Atenas X.HG 2.3.1, Arist.Ath.13.1, en Tasos Thasos 1.28.37 (IV a.C.).
II hecho de no desempeñar cargos políticos ἂν ὑπολάβω ... περὶ ἀναρχίας si opino sobre la vida privada Arr.Epict.3.20.17, cf. 4.6.2.
III 1falta de causa primera Hippol.M.10.837B.
2 no creencia en la causa primera, ateísmo τρεῖς αἱ ... δόξαι περὶ Θεοῦ, ἀ. καὶ πολυαρχία καὶ μοναρχία Gr.Naz.M.36.76A.
German (Pape)
[Seite 206] ἡ, Mangel an Befehlshabern, Herrenlosigkeit, Her. 9, 23; vgl. Aesch. Suppl. 888; Xen. An. 3, 2, 29. Bes. Ungehorsam gegen den Herrscher, Aesch. Spt. 1021 Ag. 857 Soph. Ant. 668; übh. Mangel an geordneter Regierung, Anarchie, neben ἀνομία Plat. Rep. IX, 575 a VIII, 560 ff u. Sp. In Athen hieß so bes. das Jahr (Ol. 94, 1) unter den 30 Tyrannen, wo kein Archon war, Xen. Hell. 2, 3. 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 absence de chef, état d'un peuple (régulièrement) sans chef;
2 en mauv. part manque de chef ou d'autorité, anarchie;
3 à Athènes l'année sans archontes, càd celle des 30 Tyrans.
Étymologie: ἄναρχος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναρχία: ἡ
1) безначалие, безвластие или неподвластность, независимость Her., Aesch., Plut.;
2) неповиновение властям, беспорядок, произвол (ἀ. καὶ ἀταξία Xen.; ἀναρχίας μεῖζον οὐκ ἔστιν κακόν Soph.);
3) год без архонта (год правления 30 афинских тираннов, 1-й год 94-й олимпиады = 404 г. до н. э.) Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρχία: ἡ, (ἄναρχος) ἔλλειψις ἀρχηγοῦ, ἄρχοντος, ἀναρχίης ἐούσης, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχεν ἀρχηγός, Ἡρόδ. 9. 23· οὐκ ἐρεῖτ’ ἀν. Αἰσχύλ. Ἱκ. 906. ΙΙ. ἡ κατάστασις λαοῦ διατελοῦντος ἄνευ νομίμου ἀρχῆς, δημόθρους ἀναρχία Αἰσχύλ. Ἀγ. 883, πρβλ. Θουκ. 6. 72· ἀν καὶ ἀνομία, ἀν. καὶ ἀσωτία Πλάτ. Πολ. 575Α, 560Ε· ἀν. καὶ ἀταξία Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 5· ἀν. δούλων καὶ γυναικῶν, ἡ ἀνεξαρτησία αὐτῶν, αὐτόθι 6. 4, 20. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις τὸ ὄνομα τοῦτο ἐδόθη εἰς τὴν περίοδον καθ’ ἣν ἦρχον οἱ τριάκοντα τύραννοι (404 π.Χ.), ὅτε δὲν ὑπῆρχεν ἄρχων, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 1, πρβλ. Οὐολφ. Προλεγ. εἰς Δημ. πρὸς Λεπτίν. σ. CXXVIII.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἀναρχία)
κατάσταση ενός λαού που δεν έχει πλέον κυβέρνηση ή του οποίου η κυβέρνηση στερείται της αναγκαίας εξουσίας για να γίνει ρυθμιστής των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ανταγωνισμών ή για να μπορέσει να επιβάλει τη μία από τις αντιμαχόμενες ομάδες ή τάξεις στις άλλες
νεοελλ.
1. έλλειψη κανόνων που να εγγυώνται την ευταξία, την ευρυθμία, την αρμονία, την ισορροπία
2. ανωμαλία, σύγχυση
3. κοινωνικοπολιτική ιδεολογία που αρνείται κάθε μορφή εξουσίας, ο αναρχισμός
αρχ.
1. ολοκληρωτική έλλειψη αρχής
2. απείθεια, ανυπακοή στους νόμους και τους άρχοντες
3. η άνομη ή παράνομη κυβέρνηση
4. (στην Αθήνα) η περίοδος της διακυβέρνησης των Τριάκοντα Τυράννων το 404-403 π.Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άναρχος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναρχικός, αναρχισμός].
Greek Monotonic
ἀναρχία: ἡ (ἄναρχος),
I. έλλειψη αρχηγού, σε Ηρόδ.
II. η πολιτειακή κατάσταση των ανθρώπων χωρίς διακυβέρνηση, αναρχία, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· στην Αθήνα, αυτό το όνομα δόθηκε στη χρονιά των τριάντα τυράννων (404 π.Χ.), κατά τη διάρκεια της οποίας δεν υπήρχε άρχοντας, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἄναρχος
I. lack of a leader, Hdt.
II. the state of a people without government, anarchy, Aesch., Thuc., etc.:—at Athens this name was given to the year of the thirty tyrants (B. C. 404), when there was no archon, Xen.