ἀλλακτέον
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
one must change, Plu.2.53b, Sor.2.11.
Spanish (DGE)
hay que tomar a cambio, adoptar βίον ... ἕτερον Plu.2.53a, τὰ πρῶτα Sor.101.22.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἀλλάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλακτέον: ῥηματ. ἐπίθ., = πρέπει τις νὰ ἀλλάξῃ, Πλούτ. 2.53Α.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλακτέον: adj. verb. к ἀλλάσσω.