ἀστυγειτονικός
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ή, όν, of or with neighbours, πόλεμος Plu.2.87e.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que es entre ciudades vecinas πόλεμος Plu.2.87d.
German (Pape)
[Seite 379] πόλεμος, ein Krieg mit den Gränznachbarn, Plut. de cap. ex host. util. p. 272.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les villes voisines.
Étymologie: ἀστυγείτων.
Russian (Dvoretsky)
ἀστῠγειτονικός: ведущийся с (или между) соседями (πόλεμος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠγειτονικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀστυγείτονος, ὁ μετὰ ἀστυγειτόνων, πόλεμος Πλούτ. 2. 87Ε.
Greek Monolingual
ἀστυγειτονικός, -ή, -όν (Α) αστυγείτων
ο σχετικός με τους αστυγείτονες.