ἐγκρούω
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
English (LSJ)
A knock or hammer in, παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Ar.V.130; ἥλους εἰς τὰ ὑποδήματα Thphr.Char.4.13; strike, ἐγκρούουσα ποσσὶ λάλους πτέρυγας, of the locust, AP7.195.4 (Mel.). II dance, Ar. Ra.374.
Spanish (DGE)
I intr.
1 golpear rítmicamente con los pies al marchar al compás πᾶς ... ἐγκρούων κἀπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χλευάζων Ar.Ra.374.
2 en v. med. dar empujones del público en los baños, Epict.Ench.4.
II tr.
1 clavar c. ac. y giro c. prep. παττάλους ἐνέκρουεν εἰς τὸν τοῖχον Ar.V.130, εἰς τὰ ὑποδήματα δὲ ἥλους ἐγκροῦσαι Thphr.Char.4.15, ἐὰν ... τὰς ἑπτὰ σειρὰς τῆς κεφαλῆς μου ... ἐγκρούσῃς ἐν τῷ πασσάλῳ εἰς τὸν τοῖχον LXX Id.16.13, en v. pas. πάσσαλοι ἐγκεκρούσθωσαν ὀρθοί Hero Dioptr.18.
2 golpear c. ac. y dat. instrum. ἀκρὶς ... ἐγκρούουσα φίλοις ποσσὶ λάλους πτέρυγας para producir el canto según Meleagro AP 7.195 (Mel.), c. compl. prep. ἐὰν ... εἰς τὴν γῆν ἐγκρούῃ τὴν κεφαλήν síntoma de un caballo enfermo Hippiatr.29.7
•abs. como glosa a ἐμπλῆξαι Eust.893.12, a ἐμπρίει Sch.Opp.H.5.186.
German (Pape)
[Seite 710] (s. κρούω), ein-, anschlagen, παττάλους Ar. Vesp. 130; εἰς τὰ ὑποδήματα ἥλους Theophr. Char. 4; ἀκρὶς – ἐγκρούουσα φίλοις ποσσὶ λάλους πτέρυγας, die Flügel an die Füße schlagend, Mel. 112 (VII, 195).
French (Bailly abrégé)
1 enfoncer (des clous, etc.) en frappant;
2 danser en mesure.
Étymologie: ἐν, κρούω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκρούω:
1) вбивать, вколачивать (παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Arph.);
2) ударять (τινί τι Anth.);
3) плясать (ἐγκρούων καὶ παίζων Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκρούω: μέλλ. -σω, κτυπῶ μέσα, ἐμπήγω, καρφώνω, παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Ἀριστοφ. Σφ. 130· πλήττω, κτυπῶ, ἐγκρούουσα ποσσὶ πτέρυγας, περὶ τῆς ἀκρίδος, Ἀνθ. Π. 7. 195, 4. ΙΙ. ὀρχοῦμαι, ὡς τὸ ἐγκροτέω καὶ ἐγκατακρούω, Ἀριστοφ. Βάτρ. 374.
Greek Monolingual
ἐγκρούω (Α)
1. καρφώνω
2. χορεύω.
Greek Monotonic
ἐγκρούω: μέλ. -σω·
I. κτυπώ, καρφώνω μέσα, μπήγω, σε Αριστοφ.· πλήττω, κτυπώ, σε Ανθ.
II. χορεύω, ορχούμαι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. σω
I. to knock or hammer in, Ar.: to strike, Anth.
II. to dance, Ar.