ἐπηλύτης
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, = ἔπηλυς, Th.1.9 codd., f.l. in X.Oec.11.4, cf. Poll.3.54, Philostr.VA2.9, Procop.Vand.2.10: —also ἐπήλυτος, ον, D.H.3.72, Ph.1.160.
German (Pape)
[Seite 920] ὁ, seltenes W. für ἔπηλυς, Thuc. 1, 9.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ἔπηλυς.
Russian (Dvoretsky)
ἐπηλύτης: ου (ῠ) ὁ Thuc. = ἔπηλυς II.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηλύτης: ῠ, ου, ὁ, = ἔπηλυς, Θουκ. 1. 9, Ξεν. Οἰκ. 11, 4. 2) προσήλυτος, Φίλων ΙΙ. 392, 37., 406. 21·- ὡσαύτως, ἐπήλυτος, ον, Διον. Ἁλ. 3. 72.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπήλυτος· ἔποικος. προσήλυτος».
Greek Monolingual
ἐπηλύτης, ο (Α) έπηλυς
1. έπηλυς, ξένος
2. προσήλυτος.
Greek Monotonic
ἐπηλύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = ἔπηλυς II, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπηλῠ́της, ου, = ἔπηλυς II, Thuc.]