ἔσοδος
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
v. εἴσοδος.
French (Bailly abrégé)
ion. et anc. att. p. εἴσοδος.
Russian (Dvoretsky)
ἔσοδος: = εἴσοδος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔσοδος: ἐσοικείω, κτλ., ἴδε εἴσοπτρον, εἰσοικέω.
English (Slater)
ἔσοδος
a access, avenue met. ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε (P. 5.116)
b dub., entry (into competition). Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.: ἱππικὰς ἁμίλλας Σ paraphr.) (P. 6.50)