great
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. μέγας. So great: P. and V. τοσοῦτος, τοσόσδε, P. τηλικοῦτος, τηλικόσδε, V. τόσος (rare P.). How great, interrog.: P. and V. πόσος, Ar. and P. πηλίκος; indirect.: P. and V. ὅσος, ὅποσος. Abundant: P. and V. πολύς, ἄφθονος. Long: P. and V. μακρός. Broad: P. and V. εὐρύς. Important: P. ἀξιόλογος. διάφορος, P. and V. μέγιστος. Noble: P. and V. γενναῖος, εὐγενής (Plat. and Thuc.). Powerful: P. and V. δυνατός, Ar. and V. μεγασθενής. Famous: P. and V. εὔδοξος, περίβλεπτος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ὀνομαστός, λαμπρός, ἐπίσημος, P. ἀξιόλογος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, ἐλλόγιμος, Ar. and V. κλεινός (also Plat. but rare P.), V. εὐκλεής; see famous.