κονιάω

From LSJ
Revision as of 14:47, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονιάω Medium diacritics: κονιάω Low diacritics: κονιάω Capitals: ΚΟΝΙΑΩ
Transliteration A: koniáō Transliteration B: koniaō Transliteration C: koniao Beta Code: konia/w

English (LSJ)

(A κονία III) plaster with lime or stucco, D.3.29, 23.208, IG22.1672.107, 140, 179, Inscr.Magn.100b.40, etc.:—Med., κ. τοὺς ἐγχελεῶνας have them plastered, Arist.HA592a4:—Pass., Bito 55.9, Plu.Comp.Arist.Cat.Ma.4, IG7.2712.35 (Acraeph.); τάφοι κεκονιαμένοι Ev.Matt.23.27. 2 generally, daub over, as with pitch, ἀγγεῖα κεκονιαμένα D.S.19.94. 3 metaph., κ. τὸ πρόσωπον paint, disguise it, Philostr.Ep.22:—Pass., κεκονιαμένοι LXXPr.21.9 (κεκονιαμένους is f.l. for κεκονιμένους Them.Or.7.91d).

German (Pape)

[Seite 1481] 1) mit Staub bestreuen, bestauben, beschmutzen, VLL.; im act. zweifelhaft u. auch im med. mit κονίω oft verwechselt; Ael. H. A. 3, 16. 3, 42. 6, 1. – 2) mit Kalk betünchen; τὰς ἐπάλξεις Dem. 3, 29; δημοσίᾳ δ' ἃ μὲν οἰκοδομεῖτε καὶ κονιᾶτε, ὡς μικρά 23, 208, vgl. κονίαμα; so Plut. u. a. Sp.; auch im med., Arist. H. A. 8, 2. – Auch = mit Pech überstreichen, D. Sic. 19, 94; – οἶνος ἐν λάκκοις κονιατοῖς Xen. An. 4, 2, 22, womit Schol. Ar. Eccl. 154 zu vgl., eine Grube, Cisterne, deren Seiten mit Kalk überzogen sind.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enduire de chaux, de plâtre.
Étymologie: κονία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κονιάω [κονία] pleisteren, wit maken.

Russian (Dvoretsky)

κονιάω:
1) покрывать известкой, штукатурить, белить (τὰς ἐπάλξεις Dem.; τὰς ἐπαύλεις Plut.; med. τοὺς ἐγχελεῶνας Arst.): τάφοι κεκονιαμένοι NT повапленные гробы;
2) покрывать смолой, осмаливать (ἀγγεῖα κεκονιαμένα Diod.).

English (Strong)

from konia (dust; by analogy, lime); to whitewash: whiten.

English (Thayer)

κονίω: perfect passive participle κεκονιαμενος; (from κονία, which signifies not only 'dust' but also 'lime'); to cover with lime, plaster over, whitewash: τάφοι κεκονιάμενοι (the Jews were accustomed to whitewash the entrances to their sepulchres, as a warning against defilement by touching them (B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Burial, 1at the end; cf. Edersheim, Jesus the Messiah, ii. 316ff)), τοῖχε κεκονιαμένε is applied to a hypocrite who conceals his malice under an outward assumption of piety, Demosthenes, Aristotle, Plutarch, others; for שִׂיד, Deuteronomy 27:2,4.)

Greek Monotonic

κονιάω: (κονία II), ασβεστώνω, «ασπρίζω», Λατ. dealbare, σε Δημ.· ασπρίζομαι, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κονιάω: (κονία ΙΙΙ) ἐπιχρίω δι’ ἀσβέστου, ἀσβεστώνω, «ἀσπρίζω», Λατ. dealbare, Δημ. 36. 16., 689. 24, κτλ. ― Μέσ., κ. τούς ἐγχελεῶνας, βάλλω νὰ ἀσβεστώσωσιν αὐτούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 34. ― Παθ., Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 16· τάφοι κεκονιαμένοι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 27. 2) καθόλου, ἐπιχρίω, ὡς π. χ. διὰ πίσσης, ἀγγεῖα κεκονιαμένα Διόδ. 19. 94. 3) μεταφορ., κ. τὸ πρόσωπον, χρίω, χρωματίζω, καθιστῶ αὐτὸ ἀλλοῖον, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 22.

Middle Liddell

κονιάω, κονία II]
to plaster or whiten over, Lat. dealbare, Dem.:—Pass. to be whitened, NTest.

Chinese

原文音譯:koni£w 可你阿哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:灰粉 相當於: (סִיד‎ / שִׂיד‎)
字義溯源:粉刷,塗灰泥,粉飾;源自(κομψότερον)X*=塵灰)
出現次數:總共(2);太(1);徒(1)
譯字彙編
1) 粉飾的(2) 太23:27; 徒23:3

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=ἀσβεστώνω, ἀσπρίζω). Ἀπό τό κονία πού παράγεται ἀπό τό κόνις. Παράγωγα τοῦ κόνις: κονίω (=σκονίζω), κόνισις (=ἄσκηση στήν κονίστρα), κονίστρα, κονιστήριον, κονιστικός, ἀκονιτί (=χωρίς σκόνη, χωρίς κόπο), κονία, κονιάω, κονίαμα (=ἀσβέστωμα), ἀμμοκονίαμα, κονίασις (=ἄσπρισμα), κονιατής, κονιατός, ἀκονίατος, κονιορτός (=σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτό), κονίσαλος (=σύννεφο σκόνης).