πρόσεδρος

From LSJ
Revision as of 18:31, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσεδρος Medium diacritics: πρόσεδρος Low diacritics: πρόσεδρος Capitals: ΠΡΟΣΕΔΡΟΣ
Transliteration A: prósedros Transliteration B: prosedros Transliteration C: prosedros Beta Code: pro/sedros

English (LSJ)

ον, (ἕδρα) A sitting near, cj. for πρόεδρος in D.C.57.7 (sed leg. πάρεδρος): metaph., ἐκ προσέδρου λιγνύος S.Tr.794. II assiduous, Hsch.

German (Pape)

[Seite 757] dabei sitzend, wohnend, dabei befindlich; λιγνύς, Soph. Trach. 791; ὁ πρόσεδρος, der Beisitzer.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège auprès, qui se trouve auprès.
Étymologie: πρός, ἕδρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσεδρος -ον [προσεδρεύω] erbij zittend:. ἐκ προσέδρου λιγνύος uit de rook die rond hem hing Soph. Tr. 794.

Russian (Dvoretsky)

πρόσεδρος: находящийся рядом или вокруг: ἐκ προσέδρου λιγνύος Soph. из окутывавшего (его) дыма.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόσεδρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που κάθεται κοντά σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος
2. πάρεδρος
νεοελλ.
φρ. «πρόσεδρος υπουργός» — βαθμός ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνεχώς και αδιαλείπτως συχνάζει κάπου
2. φρ. «ἐκ προσέδρου λιγνύος»
μτφ. του καπνού που βγαίνει γύρω-γύρω από τη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πρό-εδρος].

Greek Monotonic

πρόσεδρος: -ον (ἕδρα), αυτός που κάθεται δίπλα, πρόσεδρος λιγνύς, καπνός που αιωρείται, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσεδρος: -ον, (ἕδρα) ὁ πλησίον καθήμενος, πάρεδρος, Δίων Κ. 57. 7· ἐκ προσέδρου λιγνύος (ἴδε λιγνὺς) Σοφ. Τρ. 794. ― Καθ· Ἡσύχ.: «πρόσεδρος· παρακαθήμενος, σχολάζων».

Middle Liddell

πρόσ-εδρος, ον, ἕδρα
sitting near, πρ. λιγνύς smoke hanging about, Soph.