προαιτιάομαι
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
accuse beforehand, τινὰ εἶναι Ep.Rom.3.9.
German (Pape)
[Seite 706] dep. med., vorher beschuldigen, N. T.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
accuser auparavant.
Étymologie: πρό, αἰτιάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.
Russian (Dvoretsky)
προαιτιάομαι: ранее или наперед обвинять (τινα ὑφ᾽ ἁμαρτίαν εἶναι NT).
Greek (Liddell-Scott)
προαιτιάομαι: ἀποθ., κατηγορῶ ἐκ τῶν προτέρων, προῃτιασάμεθα γάρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας, διότι προεξηλέγξαμεν Ἰουδ. κτλ., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 9.
English (Strong)
from πρό and a derivative of αἰτία; to accuse already, i.e. previously charge: prove before.
Greek Monotonic
προαιτιάομαι: αποθ., επιρρίπτω ευθύνες ή κατηγορίες από πριν, τινα εἶναι, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Dep. to accuse beforehand, τινα εἶναι NTest.
Chinese
原文音譯:proaiti£omai 普羅埃提阿哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-請求
字義溯源:已經控告,已先證明,預先控訴;由(πρό)*=前)與(αἰτία)=原因)組成;而 (αἰτία)出自(αἰτέω)*=問)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 我們已先證明(1) 羅3:9