προσουρέω
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
make water upon, προσεούρουν [τινί] D.54.4, cf. Arist. Mir.845a33, Theophrastus Fragmenta 175: metaph., π. τῇ τραγῳδίᾳ trifle with it, Ar. Ra.95, cf. Porph.Abst.3.14.
German (Pape)
[Seite 775] (s. οὐρέω), anpissen; προσεούρουν, Dem. 54, 4; D. L. 6, 46; τινί, Babr. 48, 7; komisch sagt Ar. Ran. 95 ἢν μόνον χορὸν λάβῃ ἅπαξ προσουρήσαντα τῇ τραγῳδίᾳ, wo wir etwa sagen könnten »die Tragödie nothzüchtigen« (Droysen »wenn er die Tragödie angegeilt«), und der Schol., es von οὖρος ableitend, fälschlich εὐθυδρομήσαντα, εὐδοκιμήσαντα erklärt, aber auch das Richtigere giebt, τὸ βραχύν τινα χρόνον διατρίψαντα καὶ τῶν αὐτῶν λήρων ἐκχέαντα τῇ τραγωδίᾳ. Es bildet den Gegensatz zu γόνιμος ποιητής.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pisser contre ou sur, τινι.
Étymologie: πρός, οὐρέω¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ουρέω aanpissen tegen, met dat.; overdr.. τῇ τραγῳδίᾳ tegen de tragedie aanpissen Aristoph. Ran. 95.
Russian (Dvoretsky)
προσουρέω: испускать мочу (τινι Dem., Arph., Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
προσουρέω: κατουρῶ πλησίον ἢ ἐπί τινος, προσεούρουν τινὶ Δημ. 1257. 18, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 146, Θεοφρ. Αποσπ. 175· μεταφορ., προσουρήσαντα τῇ τραγῳδίᾳ, «βραχὺν χρόνον διατρίψαντα καὶ τῶν αὐτῶν λύρων ἐκχέαντα τῇ τραγῳδίᾳ, ἢ εὐθυδρομήσαντα, εὐδοκιμήσαντα, ἐν τραγῳδίας δράματι ἐπαινεθέντα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 95.
Greek Monotonic
προσουρέω: παρατ. -εούρουν, μέλ. -ήσω· κατουρώ πάνω σε κάτι, τινί, σε Δημ.· μεταφ., προσουρέω τῇ τραγῳδίᾳ, δηλ. παίζω με αυτή, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
imperf. -εούρουν fut. ήσω
to make water upon, τινί Dem.; metaph., πρ. τῇ τραγῳδίᾳ, i. e. to trifle with it, Ar.