γελαστής
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
οῦ, ὁ, laugher, sneerer, S.OT1422:—fem. γελάστρια, Sch.Ar.Th.1068.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
burlón, el que se mofa οὔθ' ὡς γ. ... ἐλήλυθα S.OT 1422.
German (Pape)
[Seite 479] ὁ, Lachet, Verlacher, Soph. O. R. 1422; Ath. VI, 246 c.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
rieur.
Étymologie: γελάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γελαστής -οῦ, ὁ γελάω bespotter.
Russian (Dvoretsky)
γελαστής: οῦ ὁ насмешник: οὐχ ὡς γ. ἐλήλυθα Soph. я пришел не за тем, чтобы глумиться.
Greek (Liddell-Scott)
γελαστής: -οῦ, ὁ, ὁ γελῶν, ἐμπαίκτης, Σοφ. Ο. Τ. 1422· θηλ. γελάστρια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1059.
Greek Monolingual
ο (θηλ. γελάστρα, η) (AM γελαστής, ο, γελάστρια, η) γελώ
αυτός που περιγελάει, που σαρκάζει κάποιον
μσν.- νεοελλ.
εκείνος που χαριεντίζεται, που αστειεύεται
νεοελλ.
αυτός που ξεγελάει κάποιον, ο απατεώνας.
Greek Monotonic
γελᾰστής: -οῦ, ὁ, αυτός που περιγελά, εμπαίζει, ειρωνεύεται, σε Σοφ.
Middle Liddell
[from γελάω
a laugher, sneerer, Soph.