γλυφή

From LSJ
Revision as of 15:05, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλυφή Medium diacritics: γλυφή Low diacritics: γλυφή Capitals: ΓΛΥΦΗ
Transliteration A: glyphḗ Transliteration B: glyphē Transliteration C: glyfi Beta Code: glufh/

English (LSJ)

ἡ,
A carving: carved work, D.S.5.44, CPHerm.127 (iii A. D.); γ. τῇ σφραγῖδι ποιεῖν its emblem, device, Plu.2.985b, cf. Iamb.Protr.21.κγ; Δημητρίου γ. the work of Demetrius, under a carving, IG5(1).540 (Mistrá), cf. CIG4558 (Acre).
II hole cut in a beam, Anon. ap. Suid. v. καινοπρεπές.

Spanish (DGE)

(γλῠφή) -ῆς, ἡ
1 grabado, talla de madera, Call.Fr.202.27 (cj.), D.S.5.44, D.Chr.7.117, 12.44, 1.78, μέλαθρον σὺν γλυφῇ SB 10299.117 (III d.C.)
inscripción o grabado γ. τῶν στοιχείων Gr.Nyss.Pss.160.19, γλυφαῖσιν εἵδρυσεν τάφον ISmyrna 544d.1 (III d.C.), ὅθεν ἐποιήσατο γλυφὴν τῇ σφραγῖδι Plu.2.985b, cf. Iambl.Protr.21, CIG 4558.4 (Palestina)
escultura, talla ἀγαλμάτων γ. IAE 52B.17 (III a.C.), γλυφὴ καὶ ζωγραφία τοῦ στύλου la escultura y la pintura de la columna, ISyène 13.8 (II d.C.), cf. Ph.1.666, Δημητρίου γ. obra escultórica de Demetrio, IG 5(1).540.11 (Laconia III d.C.).
2 incisión hecha con un cincel, Anon. en Sud.s.u. καινοπρεπές, en cirugía, Paul.Aeg.6.117.4.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
ciselure, gravure.
Étymologie: γλύφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλυφή -ῆς, ἡ γλύφω gegraveerde afbeelding, embleem (in een zegelring).

Russian (Dvoretsky)

γλῠφή:резное изображение, резьба Plut., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠφή: ἡ, τὸ γλύφειν, σκαλίζειν, καὶ αὐτὸ τὸ γεγλυμμένον, τὸ γλύμμα, Διόδ. 5. 44· γλ. τῇ σφραγῖδι, τὸ ἔμβλημα αὐτῆς, ἡ ἐπ’ αὐτῆς παράστασις, Πλούτ. 2. 985Β· Δημητρίου γλ., ἐργασία τοῦ Δημ., ὑπό τινα γλυφήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1409, πρβλ. 4558. ΙΙ. ὀπὴ ἀνεῳγμένη διὰ σμίλης, παρὰ Σουΐδ. (καινοπρεπές).

Greek Monolingual

η (AM γλυφή) γλύφω
1. σκάλισμα, γλυπτή παράσταση
2. (για σφραγίδα) έμβλημα·

Léxico de magia

grabado δὸς ἐπαφροδισίαν τῷ δακτυλίῳ τούτῳ (ἢ τῷ φυλακτηρίῳ τούτῳ ἢ τῇ γλυφῇ ταύτῃ da poder erótico a este anillo (o a este amuleto o a este grabado) P IV 1676 τὸ ἱερὸν Οὐφωρ, ... δι' οὗ ζωπυρεῖται πάντα πλάσματα καὶ γλυφαί el sagrado Ufor, por el cual han sido llenadas con poder mágico todas las figuras modeladas y grabadas P XII 319