διμναῖος

Revision as of 16:47, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

α, ον, Ion. δῐ-μνέως, (μνᾶ) worth or costing two minae, δίμνεως (v.l. διμναίας) ἀποτιμήσασθαι to value at two minae, Hdt.5.77; δ. τιμήσασθαί τι Arist.Oec. 1347a23; μισθώματα διμναῖα Luc.DMeretr.14.4:—also δῐ-μνους, ουν, Ph.Bel.69.13: Subst. δίμνουν, τό, weight of two minae, IG22.1013.55.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [jón. plu. ac. δίμνεως Hdt.5.77]
1 pagado a razón de dos minas, de un precio de dos minas ἔλυσάν σφεας δίμνεως ἀποτιμησάμενοι los soltaron (a los prisioneros) a cambio de un rescate de dos minas Hdt.l.c., τὸ σῶμα διμναῖον τιμήσασθαι tasar a dos minas por cabeza Arist.Oec.1347a23, διμναῖα μισθώματα Luc.DMeretr.14.4
que cobra dos minas ὁμιληταί Them.Or.23.290c.
2 que tiene un peso de dos minas δέσμαι PCair.Zen.645.3, 723.17, PZen.Col.95.8, PSI 400.12 en Corr.Zen.144 (todos III a.C.), χόρτου διμναίους δέσ(μας) PTeb.843.14, 19 (II a.C.), φιάλαι D.S.16.56
subst. τὸ δ. peso de dos minas en una pesa de bronce Bull.Epigr.1954.16 (Corinto).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la valeur de deux mines.
Étymologie: δίς, μνᾶ.

Russian (Dvoretsky)

διμναῖος: стоящий две мины Arst., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

διμναῖος: -α, -ον, (μνᾶ) ἀξίζων δύο μνᾶς, διμναίους ἀποτιμήσασθαι, ἐκτιμῶ ἀντὶ δύο μνῶν, Ἡρόδ. 5. 77· δ. τιμήσασθαί τι Ἀριστ. Οἰκ. 2, 6· μισθώματα διμναῖα Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 14. 4. ―Παρ’ Ἡροδ. τὰ πλεῖστα των χ/φων ἔχουσι δίμνεως, ὅπερ ἔχει πρὸς τὸ διμναῖος ὡς τὸ λεὼς πρὸς τὸ λαός, κτλ.

Greek Monolingual

διμναῖος, -α, -ον και δίμνεως, -ων και δίμνως, -ων (Α)
αυτός που αξίζει δύο μνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + μναίος < μνα (πρβλ. δεκαμναίος) Ο τ. δίμνεως είναι ιωνικός < δι - + ιων. πληθ. μνέαι].

Greek Monotonic

δῐμναῖος: -α, -ον ή δι-μνέως, -ων (δίς, μνᾶ), αξίας ή κόστους δύο μνων, διμναίους ἀποτιμήσασθαι, εκτιμώ αντί δύο μνων, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

adj adj [δίς, μνᾶ]
worth or costing two minae, διμναίους ἀποτιμήσασθαι to value at two minae, Hdt.

German (Pape)

zwei Minen wert, Arist. Oec. 2.5 und Sp.; auch διμνααῖος Themist. 23 p. 351.26.