κυνόσουρα
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
ἡ, dog's-tail, a name for the constellation Ursa Minor, Arat.36, Aglaosth. ap. Eratosth.Cat.2.
Russian (Dvoretsky)
κῠνόσουρα: ᾠά τά неплодные яйца, болтуны Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόσουρα: ἡ, ἡ οὐρὰ τοῦ κυνός, ὄνομα τοῦ ἀστερισμοῦ τῆς μικρᾶς ἄρκτου, Ἄρατ. 36, Ἐρατοσθ. Καταστ. 2. 2) «φυλὴ Λακωνικὴ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κυνόσουρα, ἡ (Α)
ονομασία του αστερισμού της Μικρής Άρκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνός (γεν. εν. του κύων) + οὐρά].
Greek Monotonic
κῠνόσουρα: ἡ, ουρά σκύλου, όνομα του αστερισμού της μικρής Άρκτου, σε Άρατ.
Middle Liddell
κῠνόσ-ουρα, ἡ,
dog's-tail, the Cynosure, a name for the constellation Ursa Minor, Arat.
German (Pape)
ᾠά, τά, Windeier, Arist. H.A. 6.2. Vgl. οὔρινος.