νεόδαρτος

From LSJ
Revision as of 15:01, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόδαρτος Medium diacritics: νεόδαρτος Low diacritics: νεόδαρτος Capitals: ΝΕΟΔΑΡΤΟΣ
Transliteration A: neódartos Transliteration B: neodartos Transliteration C: neodartos Beta Code: neo/dartos

English (LSJ)

ον, A newly stripped off, δέρματα Od.4.437, Arist.Pr.889b10, cf. Od.22.363; ῥινός Epic. inArch.Pap.7.3; ἀσκός Aen.Tact.32.3. 2 newly flayed, βόες X.An.4.5.14.

German (Pape)

[Seite 241] neu, frisch abgezogen; δέρμα, Od. 4, 437. 22, 363; καρβατίναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν, Xen. An. 4, 5, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement écorché.
Étymologie: νέος, δέρω.

Russian (Dvoretsky)

νεόδαρτος:
1 недавно содранный (δέρμα Hom., Arst.);
2 недавно ободранный (βοῦς Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόδαρτος: -ον, ὁ νεωστὴ ἐκδαρθείς, ἐπὶ δέρματος, τέσσαρα φωκάων... δέρματ’ ἔνεικεν· πάντα δ’ ἔσαν νεόδαρτα, «νεωστὶ ἐκδαρθέντα» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 437· δέρμα βοὸς νεόδαρτον Χ. 363· ἐκ νεοδάρτων βοῶν, δηλ. ἐκ βοείων δερμάτων νεωστὶ ἐκδαρθέντων, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14.

English (Autenrieth)

(δέρω): newly-flayed. (Od.)

Greek Monolingual

νεόδαρτος, -ον (Α)
(για βόδια ή για δέρματα) αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, νεογδαρμένος («ἀμφὶ δὲ δέρμα ἕστο βοὸς νεόδαρτον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δαρτος (< δέρω (για ζώα) «γδέρνω»), πρβλ. ανεμό-δαρτος].

Greek Monotonic

νεόδαρτος: -ον (δείρω
1. αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, σε Ομήρ. Οδ.
2. νεογδαρμένο δέρμα βοδιού, ἐκ νεοδάρτων βοῶν, σε Ξεν.

Middle Liddell

νεό-δαρτος, ον δείρω
1. newly stripped off, Od.
2. newly flayed, βοῦς Xen.