οἰνοχόημα

From LSJ
Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοχόημα Medium diacritics: οἰνοχόημα Low diacritics: οινοχόημα Capitals: ΟΙΝΟΧΟΗΜΑ
Transliteration A: oinochóēma Transliteration B: oinochoēma Transliteration C: oinochoima Beta Code: oi)noxo/hma

English (LSJ)

ατος, τό, a festival at which wine was offered, Ephor. 80 J., Plu.Phoc.6, Polyaen.3.11.2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
distribution du vin.
Étymologie: οἰνοχοέω.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοχόημα: ατος τό разливание вина: οἰ. παρέχειν τινί Plut. угощать кого-л. вином.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοχόημα: τό, ἑορτή, καθ’ ἣν προσεφέρετο οἶνος, Πλουτ. Φωκ. 6.

Greek Monolingual

οἰνοχόημα τὸ (Α) οινοχοώ
1. ο οίνος που προσέφερε στους συνδαιτυμόνες, ο οινοχόος
2. (κατ επέκτ.) ο οίνος που προσφερόταν δωρεάν
3. εορτή κατά την οποία προσφερόταν οίνος.

Greek Monotonic

οἰνοχόημα: -ατος, τό (οἰνοχοέω), γιορτή, κατά τη διάρκεια της οποίας προσφερόταν κρασί, σε Πλούτ.

Middle Liddell

οἰνοχόημα, ατος, τό, οἰνοχοέω
a festival, at which wine is offered, Plut.

German (Pape)

τό, der eingegossene Wein, ein Fest, wobei Wein geschenkt wird, Plut. Phocion 6.