νώμησις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A observation, σκέψιν καὶ ν. Pl.Cra.411d.
II motion, Suid.
German (Pape)
[Seite 273] ἡ, 1) Bewegung, Suid. erkl. κίνησις. – 2) die Beobachtung, das Wahrnehmen, δηλοῖ γονῆς σκέψιν καὶ νώμησιν, Plat. Crat. 411 d.
Russian (Dvoretsky)
νώμησις: εως ἡ наблюдение, обдумывание (σκέψις καὶ ν. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
νώμησις: ἡ, (νωμάω) παρατήρησις, σκέψις καὶ ν. Πλάτ. Κρατ. 411D· ἴδε νωμάω ἐν τέλ. ΙΙ. κίνησις, ἴδε νωμάω ΙΙ. 2.
Greek Monolingual
νώμησις, ἡ (Α) νωμώ
1. παρατήρηση
2. (κατά το λεξ. Σούδα) κίνηση.