φύσκη

From LSJ
Revision as of 16:54, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύσκη Medium diacritics: φύσκη Low diacritics: φύσκη Capitals: ΦΥΣΚΗ
Transliteration A: phýskē Transliteration B: physkē Transliteration C: fyski Beta Code: fu/skh

English (LSJ)

ἡ, (φυσάω) A the large intestine, esp. as stuffed with pudding, sausage, black-pudding, gen. φύσκης Ar.Eq.364, Pherecr.45; pl. φύσκαι Cratin.164 (troch.); nom. sg. φύσκη Eub.63.6 (anap.), Dor. φύσκα prob.a nickname, 'pot-belly', Sophr.23; acc. φύσκην Philem. 60.2. II blister or weal on the hand, Sch.Ar.V.1114 (nom. φύσκα). III gall-bag on a plant, Dsc.Alex.22.

German (Pape)

[Seite 1319] ἡ, der Magen u. der dicke Darm u. die daraus bereitete Wurst, Ar. Equ. 364 u. a. com.; – die Blase, Schwiele in der Hand, Schol. Ar. Vesp. 1119.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gros intestin ; viande dont on le farcit, saucisson, boudin.
Étymologie: φυσάω.

Russian (Dvoretsky)

φύσκη:набитая мясом кишка, колбаса Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

φύσκη: ἡ, κοινῶς «φοῦσκα», ὁ στόμαχος ἢ τὸ παχὺ ἔντερον, ἅπερ παρεσκεύαζον πληροῦντες μὲ κρέας κοπανιστὸν καὶ ἄλλα, «κοιλιὰ παραγεμιστὴ ἢ κωλάντερον», Λατ. botulus, γεν. φύσκης Ἀριστοφάν. Ἱππ. 364˙ φύσκης τόμος Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1˙ πληθ. φύσκαι Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1˙ ἑνικ. ὀνομ. φύσκη Εὔβουλος ἐν «Λάκωσι» 1˙ αἰτ. φύσκην Φιλήμων ἐν «Παρεισιόντι» 1˙ ΙΙ. φλύκταινα ἐν τῇ χειρὶ ἐκ τοῦ κωπηλατεῖν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Σφ. 1117, ἔνθα ἡ ὀνομ. φύσκα.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και φύσκα Ν
1. το στομάχι
2. το παχύ έντερο
3. φλύκταινα, φουσκάλα
νεοελλ.
κύστη, φούσκα
αρχ.
1. λουκάνικο από αίμα και λίπος χοίρου
2. (σχετικά με φυτά) κηκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύσκη συνδέεται με τη λ. φῦσα, αλλά δυσερμήνευτος παραμένει ο τρόπος σχηματισμού του. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. φυ- με επίθημα -σκη (πρβλ. μάσκη), ενώ, κατ' άλλους, εμφανίζει επίθημα -κη (πρβλ. φώκη) και έχει προέλθει μέσω ενός τ. φύσ-κη ή φύτ-κη (για τις μορφές φυ-, φυσ- και φυτ- του θ. βλ. λ. φῦσα)].

Greek Monotonic

φύσκη: ἡ (φυσάω), στομάχι ή παχύ έντερο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φύσκη, ἡ, φυσάω
a sausage or black-pudding, Ar.