χαλκοσκελής

From LSJ
Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοσκελής Medium diacritics: χαλκοσκελής Low diacritics: χαλκοσκελής Capitals: ΧΑΛΚΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: chalkoskelḗs Transliteration B: chalkoskelēs Transliteration C: chalkoskelis Beta Code: xalkoskelh/s

English (LSJ)

ές, with legs of bronze, βοῦς S.Fr.336.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοσκελής: медноногий (βοῦς Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοσκελής: -ές, ὁ ἔχων χαλκᾶ σκέλη, χαλκοσκ. βοῦς Σοφ. Ἀποσπ. 320.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει χάλκινα σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, φοινικο-σκελής].

German (Pape)

ές, mit ehernen Schenkeln, βοῦς Soph. frg. 320.