ἀλυσκάζω

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλυσκάζω Medium diacritics: ἀλυσκάζω Low diacritics: αλυσκάζω Capitals: ΑΛΥΣΚΑΖΩ
Transliteration A: alyskázō Transliteration B: alyskazō Transliteration C: alyskazo Beta Code: a)luska/zw

English (LSJ)

strengthened for ἀλύσκω (from which it borrows obl. tenses); irreg. opt. ἀλυσκάζειε Nonn. D. 42.135, al.:—shun, avoid, c. acc., ὕβριν ἀλυσκάζειν Od.17.581: abs., skulk, Il.5.253, 6.443, Orph.A.437; dub. in Hes.Fr.96.94.—Ep. word, used by Cratin. 137.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [opt. ἀλυσκάζειε Nonn.D.42.135]
1 intr. resguardarse, guarecerse, retirarse del peligro οὐ γάρ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι Il.5.253, ἀ. ὑπὸ ταῖς κλινίσιν Cratin.150, μιν ... ἀλυσκάζοντα νοήσας dándose cuenta de que se guarecía Nonn.D.1.421, πρὶν μάρψαι χείρεσσιν ἀλυσκάζων προφύγεσκεν Orph.L.109, cf. A.437
c. constr. de gen. retirarse de, escaparse νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο Il.6.443, ἀλυσκάζοντες Ἀμαζονίης ἀπὸ λίμνης Opp.H.1.635.
2 tr. evitar, eludir, esquivar ὕβριν ἀ. ἀνδρῶν Od.17.581, πάτον ἀνδρῶν Hes.Fr.204.132, ἀλυσκάζουσαι ἰάμβων ... φλέγμα evitando (las hijas de Licambes) el humor violento de los yambos (de Arquíloco) AP 7.70 (Iul.Aegypt.), χειμερίην καὶ ἄπιστον ἀλυσκάζων ἅλα Musae.299, κῦμα AP 9.371.

German (Pape)

[Seite 111] nur praes. u. imperf., für ἀλύσκω, vermeiden, Hom. dreimal, Iliad. 5, 253 οὐ γάρ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι, fliehen; 6, 443 αἴ κε κακὸς ἃς νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο, ausweichen; Od. 17, 581 μυθεῖται κατὰ μοῖραν, ὕβριν ἀλυσκάζων ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων; – Cratin. Poll. 10, 33 u. sp. D., z. B. Opp. H. 1, 635.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
échapper à, éviter, acc..
Étymologie: ἀλύσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀλυσκάζω: (ᾰλ) избегать, спасаться, уклоняться: ἀ. τι Hom., Anth., τινός и ποιεῖν τι Hom. уклоняться от чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλυσκάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀλύσκω, (ἐξ οὗ παραλαμβάνει τοὺς πλαγίους χρόνους), ἀποφεύγω, ἐκφεύγω, μ. αἰτ. ὕβριν ἀλυσκάζειν, Ὀδ. Ρ. 581: ἀπολ., Ἰλ. Ε. 253., Ζ. 443: - Ἐπ. λέξ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 10. - Ἐπικός τις ἀόρ. α΄ ἀλύσκασε, Ὀδ. Χ. 330, διωρθώθη ἀλύσκανε (ἐκτεταμένος παρατ. τοῦ ἀλύσκω) ἐκ τοῦ λεξικοῦ τοῦ Ἀπολλ. καὶ τοῦ Ἁρλ. χειρογρ., ἀλλὰ τύπος τις ἀλυσκάσσειε διαμένει ἐν Νόνν. Δ. 42. 135., 48. 481, 630.

English (Autenrieth)

(stronger than ἀλύσκω), only pres. and ipf.: skulk, seek to escape; abs., and with acc. of thing avoided.

Greek Monolingual

ἀλυσκάζω (Α)
(επική λέξη)
1. αποφεύγω, διαφεύγω
2. επιχειρώ να διαφύγω
3. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ρ. ἄλύσκω].

Greek Monotonic

ἀλυσκάζω: ἀλύσκω, μόνο στον ενεστ. και παρατ. αποφεύγω, εκφεύγω, σε Όμηρ.

Middle Liddell

= ἀλύσκω only in pres. and imperf.]
to shun, shirk, avoid, Hom.