ἐκπεπταμένως
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
Adv., (ἐκπετάννυμι) extravagantly, X.Cyr.8.7.7.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἐκπετάννυμι claramente, abiertamente εὐφραίνεσθαι ἐ. X.Cyr.8.7.7.
German (Pape)
[Seite 771] ausgelassen, εὐφραίνεσθαι Xen. Cyr. 8, 7, 7.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec expansion, à cœur ouvert.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἐκπετάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπεπταμένως: [part. pf. к ἐκπετάννυμι безудержно, неумеренно (εὐφραίνεσθαι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεπταμένως: ἐπίρρ., (ἐκπετάννυμι) δαψιλῶς, μεγάλως, εὐφραίνεσθαι ἐκπεπταμένως Ξεν. Κύρ. 8. 7. 7.
Greek Monotonic
ἐκπεπταμένως: επίρρ. Παθ. παρακ. του ἐκπετάννυμι, υπερβολικά, ακόλαστα, σε Ξεν.
Middle Liddell
[adverb from perf. pass. of ἐκπετάννυμι,]
extravagantly, Xen.