ἐνεχυριάζω
English (LSJ)
ἐνεχυριασμός, later forms for ἐνεχυράζω, ἐνεχυρασμός, Just.Nov.134.7, 52.1, Glossaria:—also ἐνεχυριασία, ἐνεχυρίασις, ἐνεχυριαστής, ib.
Spanish (DGE)
• Morfología: [delf. aor. inf. -ιάξαι IGC 40.17 (Delfos IV a.C.)]
1 tomar en prenda, embargar cautelarmente ἴ κα ὁ πράκτηρ ἐνεχυριάξαι πλέον θέλῃ ἐνιαυτοῦ τόκον IGC 40.17 (Delfos IV a.C.), en uso abs. Plb.6.37.8, I.AI 4.268.
2 dejar en prenda, empeñar, pignorar πρόσωπον ἐλεύθερον ὑπὲρ χρέους Iust.Nou.134.7, cf. Gloss.2.298, abs. ἐνεχυριάζω διὰ τοῦ οἰκονόμου SB 12943.4 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 840] schlechtere Form für ἐνεχυράζω, Pol. 6, 37, 8, u. so die Abgeleiteten.
Russian (Dvoretsky)
ἐνεχῠριάζω: Polyb. = ἐνεχυράζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεχῠριάζω: -ιασμός, τύπος πλημμελὴς ἀντὶ ἐνεχυράζω, -ασμός.
Greek Monolingual
(Μ ἐνεχυριάζω)
δίνω κάτι ως ενέχυρο για να πάρω δάνειο
μσν.
παίρνω κάτι ως ενέχυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το ενεχυράζω με επίδραση τών ρ. σε -ιάζω].