ἐπίκυρτος
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ον, arched, S.Ichn.294; round-shouldered, Πλάτωνος τὸ ἐ. Plu.2.53c.
German (Pape)
[Seite 955] etwas gekrümmt, buckelig, Sp., wie Plut. τοῦ Πλάτωνος τὸ ἐπίκυρτον, die gekrümmte Haltung des Plato, de adul. et am. discr. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
légèrement courbé, bossu.
Étymologie: ἐπί, κυρτός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκυρτος: согнутый, сутулый (τὸ ἐπίκυρτόν τινος μιμεῖσθαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκυρτος: -ον, κεκυρτωμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὀλίγον τι κυφός, Πλούτ. 2. 53C.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίκυρτος, -ον) κυρτός
κυρτός προς τα κάτω ή προς τα εμπρός, σκυφτός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίκυρτος
1. φυσόστομος ιχθύς της οικογένειας τών σαλμωνιδών
2. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών δασκυλλιδών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκυρτον
η κυρτότητα, η καμπούρα.