ῥαπίζω

Revision as of 09:55, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

(ῥαπίς) A strike with a stick, cudgel, thrash, τινα Xenoph.7.4, Hippon.64 (Pass.), Hdt.7.35,223, D.25.57, LXX Jd.16.25, Plb.8.6.6, Phld.Ir.p.40 W.; τινὰ ῥάβδῳ Anacreont.29.2:—Pass., ῥαπίζω ἐκ τῶν ἀγώνων to be flogged off the course, Heraclit.42, cf. Hdt.8.59: Ion. pf. part., ῥεραπισμένα νῶτα Anacr.166. II slap in the face (later for Att. ἐπὶ κόρρης πατάξαι) , ἐπὶ κόρρης ῥαπίζω (metaph.) Plu.2.713c; κατὰ κόρρης Ach.Tat.2.24; εἰς τὴν σιαγόνα Ev.Matt.5.39:—Pass., ῥαπισθῆναί τε καὶ πληγὰς λαβεῖν ἁπαλαῖσι χερσίν Timocl.22.5; ἐρραπίσθη τὴν γνάθον Hyp.Fr.97, cf. AB300; ῥαπίζειν distinguished from κολαφίζειν, Ev.Matt.26.67. III generally, strike, beat, [τὸν ἀέρα] Arist.de An.419b23:—Pass., Id.Mete.368a16, 370a14, Epicur.Fr.398.

German (Pape)

[Seite 834] mit dem Stock, mit der Ruthe schlagen, peitschen, τινά, Her. 7, 35. 8, 59; Plut. Them. 11; bes. aber nach B. A. 300, 10 ῥαπίσαι τὸ πατάξαι τὴν γνάθον ἀπλείστῳ (Bekk. verbessert ἀκλείστῳ) χειρί, οἷον τὸ ἐπὶ κόῤῥης, einen Backenst.eich, eine Ohrfeige geben; ῥαπισθῆναι, Timocles bei Ath. XIII, 571 a; Xenophan. bei D. L. 8, 36; ῥαπίσας, Dem. 25, 57; Pol. 8, 8, 6, Luc. öfter u. a. Sp., wie N. T. Andere Beispiele giebt noch Lob. Phryn. 176, Plut. Symp. 7, 8, 4 vrbdt ἐπ ὶ κόῤῥης ῥαπίζων; – ῥεραπισμένος νώτῳ Anacr. bei Schol. Od. 6, 59; übtr. ῥαπισθῆναι ἀέρος ψύξει, S. Emp. adv. eth. 96; vgl. Arist. meteor. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐρράπιζον, f. ῥαπίσω, ao. ἐρράπισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐρραπίσθην, pf. ἐρράπισμαι ou ῥεράπισμαι;
1 frapper avec une baguette ou un bâton, acc.;
2 frapper en gén., particul. frapper à la figure.
Étymologie: ῥαπίς.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰπίζω: ударять, бить, колотить, сечь (τινά Her., Dem., Diog. L.; τινὰ ῥάβδῳ Anacr.): ἐπὶ κόρρης ῥ. Plut. бить по щеке; ῥαπιζόμενος ὁ ἀὴρ παντοδαποὺς ἀφίησι ψόφους Arst. сотрясаемый воздух издает разнообразные звуки.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰπίζω: μέλλ. -ίσω, (ῥαπὶς) κτυπώ τινα διὰ ῥαβδίου, ῥαβδίζω, μαστιγῶ, δέρω, τινὰ Ξενοφάν. παρὰ Διογ. Λ. 8. 36, Ἱππῶναξ 54, Ἡρόδ. 7. 35, 223, Δημ. 787. 23· τινὰ ῥάβδῳ Ἀνακρεόντ. 32. 2. - Παθ., ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι Ἡράκλειτος παρὰ Διογ. Λ. 9. 1, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 56· πρκμ. μετ’ ἀναδιπλ. ῥεραπισμένῳ νώτῳ Ἀνακρ. 163. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162, ἔνθα περὶ τοῦ πρκμ. ῥεραπισμένος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 59 (σ. 299 ἔκδ. Δινδ.). ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ῥαπίζω εἰς τὸ πρόσωπον, λέξις μεταγενεστέρ. ἀντὶ τοῦ Ἀττ. ἐπὶ κόρρης πατάξαι (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 175), ἐπὶ κόρρης ῥαπ. Πλουτ. 2. 713C· κατὰ κόρρης Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 24· ἐπὶ τὴν σιαγόνα Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22. - Παθ., ῥαπισθῆναί τε καὶ πληγὰς λαβεῖν ἁπαλαῖσι χερσὶν Τιμοκλῆς ἐν «Μαραθωνίοις» 1. 5, πρβλ. Α. Β. 300, καὶ ἴδε ἐν λέξ. ῥάπισμα· τὸ ῥαπίζειν διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κολαφίζειν ἐν τῷ κ. Ματθ. Εὐαγγελίῳ κζ΄, 67, καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν· οἱ δὲ ἐρράπισαν. ΙΙΙ. καθόλου, τύπτω, κτυπῶ, πλήττω, τὸν ἀέρα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 8, 3. - Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 33., 9. 17, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 96·

English (Strong)

from a derivative of a primary rhepo (to let fall, "rap"); to slap: smite (with the palm of the hand). Compare τύπτω.

Greek Monolingual

ῥαπίζω, ΝΜΑ
χτυπώ κάποιον με ανοιχτή την παλάμη του χεριού στο πρόσωπο, χαστουκίζω (α. «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αύτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ΚΔ
β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ)
αρχ.
1. χτυπώ κάποιον με ραβδί ή μαστίγιο («ἔχοντες μάστιγας ἐρράπιζον πάντα ἄνδρα», Ηρόδ.)
2. χτυπώῥαπίζω τὸν ἀέρα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν το ρ. ῥαπίζω παράγεται από τον τ. ῥαπίς ή από κάποιο άλλο όν. (πιθ. ῥάψ, ῥαπή) ή, ακόμη, αν προέρχεται από κάποιον αρχαιότερο ρηματ. τύπο. Έχει προταθεί η σύνδεση του με τη λ. ῥάβδος(βλ. λ. ῥαπίς, ράβδος), καθώς και η αναγωγή του στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. ῥέπω, οπότε το ρ. ρἁπίζω θα δήλωνε αρχικά την γρήγορη ή βιαστική κίνηση ενός ραβδιού, μιας βέργας ή του χεριού (βλ. και λ. ραπίς)].

Greek Monotonic

ῥᾰπίζω: μέλ. -ίσω (ῥαπίς
I. χτυπώ με ραβδί, ραβδίζω, ξυλοκοπώ, μαστιγώνω, δέρνω, σε Ηρόδ., Δημ.
II. χαστουκίζω, χτυπώ στο πρόσωπο, σε Καινή Διαθήκη

Frisk Etymological English

-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: ἐπι- (also to reproach), to beat with a stick, a rod, by hand, pass. to be beaten (ΙΑ.).
Other forms: Aor. pass. ῥαπισθῆναι, act. ῥαπίσαι, perf. ptc. pass. ῥεραπισμένα.
Compounds: Rarely w. prefix, e.g. ἐπι- (also to reproach).
Derivatives: ῥάπ-ισμα n. stroke, slap in the face, box on the ears (Antiph., NT, Luc.), -ισμός m. id. (Corn., Sor.); ἐπιρράπ-ιξις f. reproach (Ion. Hist.), -ισμός id. (Plb.). -- Besides as 2. member -ραπις in χρυσό-ρραπις, voc. with a golden rod, surname of Hermes (Od., h. Merc., Pi.), ἐΰ-ρραπις (Ἐρμῆς) with a beautiful rod (Nonn.); ῥαπίς as simplex = ῥάβδος only H., Phot.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As the simplex ῥαπίς may have been deduced from χρυσό-ρραπις and here -ις can be explained as compound-suffix (ἄν-αλκ-ις, ἵππ-ουρ-ις), the basis of ῥαπίζω is uncertain. It may come from a noun (*ῥάψ, *ῥαπ-ή v.t.), but it can also be tranformation of a primary verb; cf. the examples in Schwyzer 735 f. -- Formally ῥαπίζω could be a zero grade formation of ῥέπω, ῥόπαλον and would indicate, if deverbative, a sweeping movement (of a rod, the hand etc.). Further s. ῥέπω; vgl. 1. ῥώψ, ῥάβδος, ῥάμνος; also ῥάπτω. -- The word may well be Pre-Greek.

Middle Liddell

ῥᾰπίζω, ῥαπίς
I. to strike with a stick, to cudgel, flog, bastinado, Hdt., Dem.
II. to slap in the face, NTest.

Frisk Etymology German

ῥαπίζω: -ομαι
{rhapízō}
Forms: Aor. Pass. ῥαπισθῆναι, Akt. ῥαπίσαι, Perf. Ptz. Pass. ῥεραπισμένα,
Grammar: v.
Meaning: (auch vorwerfen), mit dem Stock, der Rute, der Hand schlagen, Pass. Schläge bekommen (ion. att.).
Composita : vereinzelt m. Präfix, z.B. ἐπι-
Derivative: Davon ῥάπισμα n. Schlag, Backenstreich, Ohrfeige (Antiph., NT, Luk. u.a.), -ισμός m. ib. (Corn., Sor.); ἐπιρράπιξις f. Vorwurf (Ion. Hist.), -ισμός ib. (Plb.). — Daneben als Hinterglied -ραπις in χρυσόρραπις, Vok. -ι mit goldener Rute, Beiname des Hermes (Od., h. Merc., Pi.), ἐΰ-ρραπις (Ἑρμῆς) mit schöner Rute (Nonn.); ῥαπίς als Simplex = ῥάβδος nur H., Phot.
Etymology : Da das Simplex ῥαπίς aus χρυσόρραπις ausgelöst sein kann und in diesem das ausgehende -ις als Kompositionssuffix erklärbar ist (ἄναλκις, ἵππουρις), läßt sich die Grundlage von ῥαπίζω nicht mit Sicherheit feststellen. Es kann von einem Nomen (*ῥάψ, *ῥαπή od. dgl.) ausgehen, aber auch Umbildung eines primären Verbs sein; vgl. die Beispiele bei Schwyzer 735 f. — Formal reiht sich ῥαπίζω als eine schwachstufige Bildung an ῥέπω, ῥόπαλον und bezeichnete, wenn deverbativ, eine schwingende oder schnellende Bewegung (eines Stocks, einer Rute, der Hand usw.). Weiteres s. ῥέπω; vgl. 1. ῥώψ, ῥάβδος, ῥάμνος; auch ῥάπτω.
Page 2,642-643

Chinese

原文音譯:?ap⋯zw 拉披索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:掌擊
字義溯源:摑,掌擊,杖打,打,用手掌打;源自(Ῥαιφάν / Ῥεμφάν / Ῥεφάν / Ῥομφά)X*=敲擊)。參讀 (δέρω)同義字
同源字:1) (ῥαβδίζω)用棍擊打 2) (ῥάβδος)杖 3) (ῥαβδοῦχος)持杖者 4) (ῥαπίζω)掌擊 5) (ῥάπισμα)摑
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 用手掌打的(1) 太26:67;
2) 打(1) 太5:39