δραγμός
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ὁ, grasping, E.Cyc.170, dub. l. in Q.S.1.350.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
asimiento, tiento, sobo c. gen. μαστοῦ δ. E.Cyc.170.
German (Pape)
[Seite 664] ὁ, das Erfassen; Eur. Cycl. 169; Qu. Sm. 1, 350.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de saisir.
Étymologie: δράσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
δραγμός: ὁ хватание, схватывание (τινος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δραγμός: ὁ, δράξιμον, «πιάσιμον», Εὐρ. Κύκλ. 170· πρβλ. δράσσομαι ΙΙ.
Greek Monolingual
δραγμός, ο (Α) δράττομαι
πιάσιμο, άρπαγμα, δραξιά.
Greek Monotonic
δραγμός: ὁ (δράσσομαι), πιάσιμο, σε Ευρ.