δέγμενος
From LSJ
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
English (LSJ)
v. δέχομαι.
Spanish (DGE)
v. δέχομαι.
French (Bailly abrégé)
part. pf. avec l'accent d'un prés., de δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
δέγμενος: эп. part. pf. к δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δέγμενος: ἴδε ἐν λ. δέχομαι, Ὅμ.
English (Autenrieth)
see δέχομαι.
Greek Monolingual
-η, -ον (Α)
βλ. δέχομαι.
Greek Monotonic
δέγμενος: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του δέχομαι.