θυλέομαι
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
offer in sacrifice, ἀλφίτων ὀλίγας δράκας Porph.Abst.2.17; θυηλήσασθαι should be read in Poll.1.27.
German (Pape)
[Seite 1222] opfern, Sp. Davon
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
offrir en sacrifice.
Étymologie: θύω¹.
Greek (Liddell-Scott)
θυλέομαι: Ἀποθ., προσφέρω ὡς θυσίαν, Πολυδ. Α΄, 27 (ἔνθα τὰ Ἀντίγρ. ἔχουσι θυλήσασθαι, οὐχὶ θυηλήσασθαι), Πορφύρ. π. Ἀποχ. ἐμψ. 2. 17.