ἀδιάλλακτος

From LSJ
Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάλλακτος Medium diacritics: ἀδιάλλακτος Low diacritics: αδιάλλακτος Capitals: ΑΔΙΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: adiállaktos Transliteration B: adiallaktos Transliteration C: adiallaktos Beta Code: a)dia/llaktos

English (LSJ)

ον, irreconcilable, τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀ. ὑπάρχει my relation to you admits no reconciliation, D.Ep.2.21, cf.24.8, D.Chr.38.17, etc. Adv. ἀδιαλλάκτως, ἔχειν πρός τινα D.H.6.56, cf. Plu.Brut.45.

Spanish (DGE)

-ον
1 irreconciliable de pers. τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει no podemos reconciliarnos con vosotros D.Ep.2.21, ἐχθρός D.8.43, 24.8, ἔχθρα Heraclit.All.54
de cosas que no da tregua πόλεμος D.Chr.38.17.
2 adv. ἀδιαλλάκτως = irreconciliablemente ἀ. ... πρὸς ἡμᾶς ἔχειν D.H.6.56, cf. Plu.Brut.45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irréconciliable.
Étymologie: , διαλλάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάλλακτος: -ον, ὅστις δὲν διαλλάσσεται, ἀφιλίωτος· τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει, αἱ πρὸς ὑμᾶς σχέσεις μου δὲν ἐπιδέχονται φιλίωσιν, Δημ. 1472, 23: - Ἐπίρρ. ἀδιαλλάκτως ἔχειν πρός τινα, Διον. Ἁλ. 6. 56, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 45.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιάλλακτος: непримиримый (ἐχθρός Dem.; ἡγεμών, πόλεμος Plut.).

German (Pape)

unversöhnlich, bes. ἐχθρός, z.B. Dem. 24.8; πόλεμος Plut. Syll. 25.
• Adv., ἀδιαλλάκτως ἔχειν πρός τινα Dion.Hal. 6.56; Plut. oft.