μεγαλόσαρκος
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, great of flesh, LXX Ez.16.26.
German (Pape)
[Seite 107] sehr fleischig, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας σάρκας, πολύσαρκος, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Ιϛʹ, 26).
Greek Monolingual
μεγαλόσαρκος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μεγάλες σάρκες
2. σαρκικός, αισθησιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σάρξ, σαρκός (πρβλ. λιπόσαρκος)].