περικυκλόω

From LSJ
Revision as of 18:45, 17 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικυκλόω Medium diacritics: περικυκλόω Low diacritics: περικυκλόω Capitals: ΠΕΡΙΚΥΚΛΟΩ
Transliteration A: perikyklóō Transliteration B: perikykloō Transliteration C: perikykloo Beta Code: perikuklo/w

English (LSJ)

A encircle, encompass, Arist.HA533b11, LXX Ge.19.4, PLond.2.681.9 (iv A.D.), etc.:—more freq. in Med., surround an enemy, Hdt.8.78, X.An.6.3.11, etc.; in tmesi, Ar.Av.346. II intr., go round, Luc.Ocyp.63.

German (Pape)

[Seite 581] umkreisen, im Kreise umgeben, umzingeln, gew. im med.; Ar. Av. 346; Xen. An. 6, 1, 11; Sp., z. B. Luc. Philopatr. 23.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aller autour;
Moy. περικυκλόομαι, περικυκλοῦμαι m. sign.
Étymologie: περί, κυκλόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικυκλόω [περί, κύκλος] omsingelen, ook med.

Russian (Dvoretsky)

περικυκλόω: преимущ. med.
1) брать в кольцо, окружать (τινα Xen., Arst., NT);
2) обходить, ходить кругом, кружить: ἀναβάθρας π. Luc. всходить по винтовой лестнице.

English (Strong)

from περί and κυκλόω; to encircle all around, i.e. blockade completely: compass round.

English (Thayer)

περικύκλῳ: future περικυκλώσω; to encircle, compass about: of a city (besieged), Aristophanes av. 346; Xenophon, an. 6,1 (3), 11; Aristotle, h. a. 4,8 (p. 533{b}, 11); Lucian, others; the Sept. for סָבַב.)

Greek Monotonic

περικυκλόω: μέλ. -ώσω,
I. περικυκλώνω, περικλείω· συνήθως στη Μέσ., περικυκλώνω τον εχθρό, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. αμτβ., περιέρχομαι, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

περικυκλόω: ὡς καὶ νῦν περικυκλώνω, ὅταν γὰρ ἀθρόως περικυκλώσωσι (τοὺς δελφῖνας) τοῖς μονοξύλοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 11· φλοιὸν τὸν περικυκλοῦντα τὸν καρπὸν, τὸν περιβάλλοντα, ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 1. 3, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΘ΄, 4, κτλ.)· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περικυκλώνω ἐχθρόν, Ἡρόδ. 8. 78, Ξεν. Ἀνάβ. 6. 3, 11, κτλ.· ἐν τμήσει, Ἀριστοφ. Ὄρν. 346. ΙΙ. ἀμεταβ., περιέρχομαι, Λουκ. Ὠκύπ. 63.

Middle Liddell

fut. ώσω
I. to encircle, encompass: mostly in Mid. to surround an enemy, Hdt., Xen.
II. intr. to go round, Luc.

Chinese

原文音譯:perikuklÒw 胚里-去克羅哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:關於-四圍著
字義溯源:四圍環繞,四圍環著,包圍,周圍環著,周圍環繞,環繞;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(κυκλεύω / κυκλόω)=環繞)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過);而 (κυκλεύω / κυκλόω)出自(κύκλῳ)=在圈內,四周), (κύκλῳ)出自(κυκλόθεν)X*=循環)。類似:(κυλίω)=轉,打滾)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 周圍環著(1) 路19:43

French (New Testament)

encercler, entourer