ἀσυνετέω
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
to be without understanding, τὰ μέγιστα Hp.Fract.25, cf. LXX Ps.118(119).158, Hsch.s.v. φελγύνει:—Aeol. ἀσυνέτημι, fail to understand, τὰν ἀνέμων στάσιν Alc.18.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): eol. ἀσυνέτημμι Alc.208a.1; ἀξυν- Heraclit.Ep.4
no comprender τῶν ἀνέμων στάσιν Alc.l.c., τὰ μέγιστα Hp.Fract.25, πολύ τι τῆς ἰητρικῆς Hp.Fract.31, γράμματα Heraclit.l.c., cf. Hp.Gland.14, Clem.Al.Paed.1.10.93, abs. Hp.Art.14, cf. Hsch.s.u. φελγύνει.
German (Pape)
[Seite 380] nicht verstehen, γράμματα Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνετέω: εἶμαι ἄνευ συνέσεως, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761, κτλ. Τύπος τις ἀσυνέτημι ἀπαντᾷ παρ’ Ἀλκαίῳ (18 Bgk.), ἐκ διορθώσεως τοῦ Ahrens (10) ἐκ τῶν Α. Β. 1045. ― Ὡσαύτως ἀσυνετίζομαι, Π. Δ. Ἱερεμ. ι΄, 8 Κῶδ. Μόσχας.