ὑπόλειμμα

From LSJ
Revision as of 18:40, 17 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλειμμα Medium diacritics: ὑπόλειμμα Low diacritics: υπόλειμμα Capitals: ΥΠΟΛΕΙΜΜΑ
Transliteration A: hypóleimma Transliteration B: hypoleimma Transliteration C: ypoleimma Beta Code: u(po/leimma

English (LSJ)

ατος, τό, remnant, remainder, Hp.Prorrh.2.42, Arist. HA559b21, GA744b15,31, Thphr.CP1.11.3, al., LXX 4 Ki.21.14, al.

German (Pape)

[Seite 1223] τό, Überbleibsel; Theophr.; Plut. Pomp. 16.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλειμμα: ατος τό остаток (τῆς τροφῆς Arst.): ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plut. остатки (разгромленных) политических группировок.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλειμμα: τό, τὸ ὑπολειπόμενον, «ἀπομεινάρι», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 41 καὶ 44, Θεόφρ., κλπ.

Greek Monolingual

το / ὑπόλειμμα, -είμματος, ΝΜΑ ὑπολείπω
καθετί που μένει ως υπόλοιπο, απομεινάρι (α. «έφαγε ό,τι υπόλειμμα φαγητού βρήκε» β. «ὑπολείμματα πολλὰ ὑγρότητος γονίμου», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. (γεωπ.) η ποσότητα φυτοφαρμάκων που παραμένει μέσα στους ιστούς ενός φυτού ή στην επιφάνειά τους, μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα ή κατά τη συγκομιδή
2. φρ. «υπολείμματα καλλιέργειας» — φυτά ή τμήματα φυτών που μένουν στον αγρό μετά τη συγκομιδή.

Chinese

原文音譯:kat£leimma 卡他-練馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-缺乏 相當於: (שְׁאָר‎) (שְׁאֵרִית‎) (שָׂרִיד‎)
字義溯源:殘餘,剩餘,餘數,剩下餘數;源自(καταλείπω)=留下);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λείπω)*=缺少,留下)組成。註:和合本以 (ὑπόλειμμα)代替 (κατάλειμμα / ὑπόλειμμα)比較: (λεῖμμα)=餘數參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 餘數(1) 羅9:27

French (New Testament)

ατος (τὸ) reste, résidu
ὑπολείπω