ἐκφροντίζω
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
think out, discover, E.IT1323, Ar.Nu.695, Th.3.45, etc.
Spanish (DGE)
1 discurrir, planear τὴν ἐπιβουλὴν ἐκφροντίζων elaborando el plan Th.3.45, ἐκφρόντισον διωγμὸν ὅστις τοὺς ξένους θηράσεται discurre el medio de capturar a los extranjeros E.IT 1323, ἐκφρόντισόν τι τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων discurre algo sacado de tus propios asuntos Ar.Nu.695, cf. 697, τὰ πλεῖστα Plu.2.409c, cf. 270c
•abs. reflexionar Themist.Ep.8.
2 quedar libre de preocupaciones ζητεῖ κοιμηθῆναι ὁ γέρων ὡς ἤδη ἐκφροντίσας Eust.1368.63, cf. 802.23.
3 en perf. pas. corresponder οἷς ... διανέμειν ... τὰ ἐπιτήδεια ἐκπεφρόντισται a quienes corresponde distribuir los suministros Agath.5.14.2.
German (Pape)
[Seite 786] aussinnen, ersinnen; Eur. I. T. 1323; Ar. Nubb. 697; τὴν ἐπιβολήν Thuc. 3, 45; Plut.
French (Bailly abrégé)
songer à, méditer, imaginer.
Étymologie: ἐκ, φροντίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκφροντίζω: выдумывать, придумывать (Eur., Plut.; τι Thuc., Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφροντίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, σκέπτομαι, ἐπινοῶ, ἐξευρίσκω, Λατ. excogitare, Εὐρ. Ι. Τ. 1323, Ἀριστοφ. Νεφ. 695, Θουκ. 3. 45. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκφροντίζων˙ βουλευόμενος».
Greek Monolingual
ἐκφροντίζω (AM)
σκέπτομαι, επινοώ, εξευρίσκω («σαφῶς δ' ἀθρήσας καὶ κλύων ἐκφρόντισον», «ἐπιβουλὴν ἐκφροντίζων»).
Greek Monotonic
ἐκφροντίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, συλλογίζομαι, σκέπτομαι, βρίσκω, ανακαλύπτω, επινοώ, Λατ. excogitare, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
fut. Attic ῐῶ
to think out, discover, Lat. excogitare, Eur., Ar., etc.