ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
Αἰθιοπία, ἡ.
An Ethiopian: Αἰθιόψ, -οπος, ὁ.
Ethiopian, adj.: Αἰθιοπικός, V. adj., Αἰθιόπιος (Eur., Frag. 349). Fem. adj., Αἰθιοπίς, -ίδος (Eur., Frag. 228).