λούστης

From LSJ
Revision as of 12:33, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λούστης Medium diacritics: λούστης Low diacritics: λούστης Capitals: ΛΟΥΣΤΗΣ
Transliteration A: loústēs Transliteration B: loustēs Transliteration C: loystis Beta Code: lou/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, one fond of bathing, of certain birds, opp. κονιστικοί, Arist.HA 633a29; ἀωρὶ λ. M.Ant.1.16.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime à se laver ou à se baigner.
Étymologie: λούω.

German (Pape)

ὁ, der sich gern badet, Arist. H.A. 9.49, B; M.Anton. 1.16.

Russian (Dvoretsky)

λούστης: ου adj. любящий купаться (ὄρνιθες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λούστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν ἢ συνηθίζων νὰ λούηται, ἐπί τινων πτηνῶν, ἀντίθ. τῷ κονιστικοί, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.

Greek Monolingual

λούστης, ὁ (Α)
1. πτηνό που συνηθίζει να πλένεται συχνά
2. υπάλληλος δημόσιων λουτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβλ. λούσ-ω, μέλλ. του λούω) + κατάλ. -της].